- μοσχίναι
- μοσχίνᾱͅ , μόσχινοςof calf-skinfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοσχίναι — μοσχίναι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ σκιρτητικοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού *μοσχίνης (< μόσχος (Ι) + επίθημα ίνης, πρβλ. ελαφ ίνης, κερατ ίνης] … Dictionary of Greek
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek